διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
αστροδίαιτος — ἀστροδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει κάτω από τ άστρα, στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + διαιτώμαι] … Dictionary of Greek
δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… … Dictionary of Greek
δασοδίαιτος — η, ο ο δασόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + δίαιτος < διαιτώμαι «ζω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» ή < δίαιτα (πρβλ. λιτοδίαιτος, ολιγοδίαιτος). Η λ. μαρτυρείται στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
διαιτήσιμος — η, ο (Α διαιτήσιμος, ον) (για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από… … Dictionary of Greek
ευδιαίτητος — εὐδιαίτητος, ον (Α) αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να εκφέρει γνώμη, να αποφασίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτητός (< διαιτώμαι)] … Dictionary of Greek
καλοτρώγω — τρώγω τρόφιμα επαρκή σε ποσότητα και εκλεκτά σε ποιότητα, υπερσιτίζομαι, διαιτώμαι καλά … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
μονοδιαιτησία — μονοδιαιτησία, ἡ (Α) μονήρης βίος, μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + διαιτησία (< διαιτῶμαι)] … Dictionary of Greek